νοραδρεναλίνη

νοραδρεναλίνη
η
(βιοχ.) ορμόνη που ανήκει στις κατεχολαμίνες και εκκρίνεται από τον φλοιό τών επινεφριδίων, όπου αποτελεί τον πρόδρομο τής αδρεναλίνης, καθώς και από τις απολήξεις τών συμπαθητικών νευρικών ινών, όπου χρησιμεύει ως νευροδιαβιβαστής για την μετάδοση τών νευρικών ώσεων σε εκτελεστικά όργανα, αλλ. νορεπινεφριδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. noradrenaline < nor- (< normal) + adrenaline «αδρεναλίνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νοραδρεναλίνη ή αρτερενόλη — Ορμόνη, που βοηθά να διατηρείται μια σταθερή πίεση αίματος, κάνοντας τα αιμοφόρα αγγεία να συστέλλονται και την καρδιά να χτυπά γρηγορότερα, όταν η πίεση του αίματος πέσει κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα …   Dictionary of Greek

  • αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • φαιοχρωμοκύτωμα — το, Ν ιατρ. όγκος τών χρωμόφιλων κυττάρων τής μυελώδους ουσίας τών επινεφριδίων, που εκκρίνει αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη, ή τού χρωμόφιλου ιστού τών γαγγλίων τού νευρικού συστήματος, που εκκρίνει μόνον νοραδρεναλίνη, όγκος που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • νοραδρενεργικός — ή, ό (βιοχ.) χαρακτηρισμός τών νευρικών δομών τών οποίων φυσικός χημικός μεσολαβητής είναι η νοραδρεναλίνη …   Dictionary of Greek

  • υπομέλας — αινα, αν / ὑπομέλας, αινα, αν, ΝΑ μαυρειδερός νεοελλ. φρ. «υπομέλας τόπος» ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά τής 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα τής γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μέλας… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοσυσταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν συστολή στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα να μικραίνει η διάμετρός τους. Η βασική κατηγορία α. είναι τα συμπαθομιμητικά φάρμακα, τα οποία κατατάσσονται στις εξής ομάδες: 1 …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”